ὀμφακίας — ὀμφακίᾱς , ὀμφάκιος fem acc pl ὀμφακίᾱς , ὀμφάκιος fem gen sg (attic doric aeolic) ὀμφακίᾱς , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc acc pl ὀμφακίᾱς , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίαν — ὀμφακίᾱν , ὀμφάκιος fem acc sg (attic doric aeolic) ὀμφακίᾱν , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀμφακίας wine from unripe grapes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίᾳ — ὀμφακίᾱͅ , ὀμφάκιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὀμφακίαι , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc nom/voc pl ὀμφακίᾱͅ , ὀμφακίας wine from unripe grapes masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφακίτης — ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, ίτιδος) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων μσν. αρχ. οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πάροξυς — υ, γεν. έος, Α [οξύς] 1. (για σπασμένο, με κάταγμα οστό) αιχμηρός, οξύς, που απολήγει σε οξύ άκρο 2. μτφ. (για πρόσ.) οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, αψύς, ορμητικός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφακίας»* … Dictionary of Greek
ὀμφακίου — ὀμφάκιον juice of unripe grapes neut gen sg ὀμφάκιος masc/neut gen sg ὀμφακίας wine from unripe grapes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)